μεταρρυθμώ

μεταρρυθμώ
(I)
μεταρρυθμῶ, -έω (Α)
μεταρρυθμίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού μεταρρυθμίζω κατά τα συνηρημένα ρ.].
————————
(II)
μεταρρυθμῶ, -όω (Α)
μεταρρυθμίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. μεταρρυθμώ (Ι)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • μεταρυσμώ — μεταρυσμῶ, όω (Α) μεταρρυθμώ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * ῥυσμῶ, ιων. τ. τού ῥυθμῶ] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”